ξέστ'

ξέστ'
ξέστα , ξέστης
sextarius
masc voc sg
ξέστα , ξέστης
sextarius
masc nom sg (epic)
ξέσται , ξέστης
sextarius
masc nom/voc pl
ξέστᾱͅ , ξέστης
sextarius
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • ξέστης — ξέστης, ὁ (Α) 1. μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι, από τους οποίους τήν παρέλαβαν τη μεταγενέστερη περίοδο και οι Έλληνες, και που ήταν ίση προς το ένα έκτο τού κογγίου 2. υδρία, στάμνα, κανάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”